ἅγνος
1ἅγνος — ἄγνος , ἄγνος chaste tree fem nom sg ἄγνος , ἄγνος chaste tree masc nom sg (attic) …
2ἄγνος — chaste tree fem nom sg ἄγνος chaste tree masc nom sg (attic) …
3ἁγνός — pure masc nom sg …
4άγνος — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …
5αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …
6αγνός — ή, ό 1. καθαρός, αθώος, τίμιος: Πρόκειται για κορίτσι αγνό. 2. ανόθευτος: Μου δωσε λάδι αγνό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7ἄγνω — ἄγνος chaste tree fem nom/voc/acc dual ἄγνος chaste tree fem gen sg (doric aeolic) ἄγνος chaste tree masc nom/voc/acc dual (attic) ἄγνος chaste tree masc gen sg (attic doric aeolic) …
8ἁγνά — ἁγνός pure neut nom/voc/acc pl ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc/acc dual ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc sg (doric aeolic) …
9ἁγνότερον — ἁγνός pure adverbial comp ἁγνός pure masc acc comp sg ἁγνός pure neut nom/voc/acc comp sg …
10ἁγνοτάτω — ἁγνός pure masc/neut nom/voc/acc superl dual ἁγνός pure masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …