ἅγγελος
31Πολιτιανός, Άγγελος Αμπροτζίνι — (Politianusή Poliziano, 1454 – 1494). Ιταλός ποιητής και ουμανιστής. Δίδαξε λατινική και ελληνική ρητορική στη Φλωρεντία και διετέλεσε παιδαγωγός των παιδιών του Λαυρέντιου των Μεδίκων. Σύνθεσε πολλά ελληνικά και λατινικά ποιήματα και έγραψε με… …
32Προκοπίου, Άγγελος — (Aλεξάνδρεια [Aίγυπτος] 1909 – ;). Έλληνας κριτικός τέχνης, καθηγητής του Eθνικού Mετσόβειου Πολυτεχνείου. Διετέλεσε δικηγόρος (1934), κριτικός τέχνης της εφημερίδας Καθημερινή, διευθυντής του περιοδικού Νέες Μορφές (1962), μορφωτικός σύμβουλος… …
33Σααβέδρα Ραμίρεθ ντε Μπακεντάνο Άγγελος ντε — (Saavedra Ramirez de Baquedano). Ισπανός λόγιος, πολιτικός και ζωγράφος (1791 1865). Έγραψε διάφορα έργα τα κυριότερα από τα οποία είναι μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα (1814), το δράμα Ο δούκας της Ακουϊτανίας, η κωμωδία Ο φάρος της… …
34Σουμμάκης, Άγγελος — Ιατροφιλόσοφος και λόγιος του 18ου αι., που αναφέρεται και ως Συμμάχιος. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο. Σπούδασε στο ελληνικό φροντιστήριο του Κουτώνιου, ελληνική, ιταλική και λατινική φιλολογία και φιλοσοφία και ιατρική στην Πάδοβα. Έγραψε πολλά έργα …
35Φρατίνι, Άγγελος — (Frattini, Μιλάνο 1896 – 1967). Ιταλός συγγραφέας, δημοσιογράφος και κωμωδιογράφος. Δημοσίευσε περίπου 30 τόμους μυθιστορημάτων και διηγημάτων όλα κατεξοχήν με χιουμοριστικό στιλ (Ο εραστής με 1.000 χλμ. την ώρα, Ή παντρευόμαστε ή τίποτα). Eπίσης …
36Χριστόφορος, Άγγελος — (Γαστούνη περίπου 1575 – Οξφόρδη 1638). Δάσκαλος της ελληνικής στην Αγγλία και συγγραφέας. Φιλομαθής και φιλαπόδημος, ο X. περιόδευσε για αρκετά χρόνια τον ελληνικό χώρο αναζητώντας ικανό δάσκαλο και μελετώντας στις διάφορες μοναστικές… …
37αγγελίζω — [άγγελος] (αμτβ.) 1. είμαι καλός σαν άγγελος, προσελκύω την αγάπη και τον σεβασμό τών άλλων 2. δίνω ελεημοσύνη, ελεώ …
38αγγελεύω — [άγγελος] 1. είμαι σαν άγγελος, προσελκύω την αγάπη και τον σεβασμό τών άλλων 2. μέσ. βλέπω τον άγγελο τού θανάτου, αρχίζω να ψυχορραγώ, πνέω τα λοίσθια …
39Ἀγγέλω — Ἄγγελος masc nom/voc/acc dual Ἄγγελος masc gen sg (doric aeolic) …
40ἀγγέλω — ἄγγελος messenger masc/fem nom/voc/acc dual ἄγγελος messenger masc/fem gen sg (doric aeolic) …