ἄ-χνοος

  • 11νεόχνους — νεόχνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που μόλις εμφανίζει το πρώτο χνούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + χνόος / χνοῦς (πρβλ. αρτί χνους)] …

    Dictionary of Greek

  • 12ξυσμός — ξυσμός, ὁ (Α) [ξύω] 1. ξύσιμο για ανακούφιση κνησμού 2. κνησμός, φαγούρα 3. (κατά τον Ησύχ.) «χνόος ξυσμός, ψόφος, φθόγγος» …

    Dictionary of Greek

  • 13πολύχνους — ουν, ΝΑ, και πολύχνοος, η, ο, Ν, και πολύχνοος, ον, Α αυτός που έχει πολύ χνούδι, πολύ χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυους (< χνόος/ χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πρωτό χνους] …

    Dictionary of Greek

  • 14πρωτόχνους — ουν, και πρωτόχνοος, οον Α αυτός που έχει το πρώτο χνούδι («μετὰ τοῡτο καὶ πρωτόχνουν ἄνθος ἥβης», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + χνους (< χνόος / χνοῦς «χνούδι»), πρβλ. πολύ χνους] …

    Dictionary of Greek

  • 15υπόχνους — ουν, και ασυναίρ. τ. ὑπόχνοος, ον, Α λίγο χνουδωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χνους (< χνοῦς/ χνόος «χνούδι»), πρβλ. ἀρτί χνους] …

    Dictionary of Greek

  • 16χνοΐζω — Α [χνόος / χνοῡς] (ενεργ και μέσ.) αποκτώ χνούδι …

    Dictionary of Greek

  • 17χνοάζω — Α [χνόος /χνοῡς] 1. (για νέο) αρχίζουν να φαίνονται στο πρόσωπό μου οι πρώτες τρίχες, αποκτώ χνούδι, χνουδιάζω («ἡβῶντας καὶ ἰούλῳ τῷ πρώτῳ χνοάζοντας», Ιμέρ.) 2. φρ. «χνοάζων ἄρτι λευκανθὲς κάρα» μόλις άρχισαν να ασπρίζουν τα μαλλιά του (Σοφ.) …

    Dictionary of Greek

  • 18χνους — ο / χνοῡς, oū, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χνόος, στον Αριστοφ. και στον Ευρ. και τ. θηλ. χνοῡς, ἡ, Α (στη νεοελλ. λόγιος τ.) το λεπτότατο τρίχωμα που καλύπτει τα φύλλα και τους καρπούς ορισμένων φυτών, καθώς και το πρόσωπο τών εφήβων, το χνούδι (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 19χνοώ — άω, ΜΑ [χνόος /χνοῡς] (για νέο ή νέα) αποκτώ χνούδι αρχ. 1. (για φύλλο ή καρπό φυτού) καλύπτεται η επιφάνειά μου από λεπτότατο τρίχωμα («σικυὸν χνοάοντα», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. δροσίζω («χνοόωσαν χάριν ὄμβρου», Τρυφιόδ.) 3. φρ. «χνοάοντες ἴουλοι» οι …

    Dictionary of Greek

  • 20χνοώδης — ες / χνοώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χνόος / χνοῡς] 1. αυτός που μοιάζει με χνούδι 2. αυτός που καλύπτεται από χνούδι, χνουδωτός. επίρρ... χνοωδῶς Α με χνοώδη μορφή …

    Dictionary of Greek