ἄ-φθογγον
1φθόγγον — φθόγγος any clear masc acc sg …
2πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… …
3вѣщаниѥ — ВѢЩАНИ|Ѥ (25), ˫А с. 1. Разговор, речь: иде же нѣсть смѣха нъ плачь. іде (ж) нѣсть вѣщани˫а нъ трепетъ. иде же нѣсть радости нъ въздыханиѥ. СбТр ХІI/ХІІІ, 19 об.; дьрзованъмь образъмь же и вѣщаниѥмь къ всѣмъ ц(с)рви приходити и бесѣдовати. УСт… …
4HALCYON — marina avis, παρὰ τὸ εν ἀλὶ κύειν, ex eo, quod in mari concipit et parit, dicta, a cantus dulcedine commendatur, Eâ enim nullam avem suavius canere, ait Oppian. et Tymnaeus, ut avem a cantrus gratia maxime laudet, Antholog. l. 3. c. 24. dicit,eam …
5SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… …
6λίχανος — λίχανος, ἡ (Α) 1. η τελευταία χορδή τής λύρας ή τής κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη τού χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, τότε φαίνεται διαφέρειν», Αριστοτ.) 2. ο ήχος που βγαίνει από τη δόνηση… …
7μιτώνω — (Α μόνο το μέσ. μιτοῡμαι, όομαι) [μίτος] περνώ τα νήματα τού αργαλειού στα μιτάρια αρχ. 1. (για τη Μοίρα) κλώθω («Μοῑρα οὕτω ἐμιτώσατο», επιγρ.) 2. φρ. μτφ. «φθόγγον μιτοῡμαι» κάνω τη φωνή μου να ηχήσει σαν χορδή …
8ωμηστής — ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α 1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου και τού Πανός) αυτός προς τιμήν τού οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς… …