ἄ-τεκνος
1Κρονότεκνος — Κρονότεκνος, ὁ (Α) ο πατέρας τού Κρόνου, ο Ουρανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος, φιλό τεκνος] …
2εύτεκνος — η, ο (ΑΜ εὔτεκνος, ον) αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του μσν. αρχ. (για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία αρχ. 1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα 2. (για χρησμούς) αυτός… …
3θηλύτεκνος — θηλύτεκνος, ον (Α) αυτός που γεννά θηλυκά παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ * + τεκνος (< τέκνο), πρβλ. ά τεκνος, πολύ τεκνος] …
4καλλίτεκνος — η, ο (AM καλλίτεκνος, ον) αυτός που έχει καλά και ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. κρεισσό τεκνος, ολιγό τεκνος] …
5κρεισσότεκνος — κρεισσότεκνος, ον (Α) αυτός που είναι πιο αγαπητός σε κάποιον κι από τα ίδια τα παιδιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρείσσων + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. εύ τεκνος, πολύ τεκνος] …
6μητρότεκνος — μητρότεκνος, ἡ (Α) μητέρα και τέκνο ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. καλλί τεκνος, μισότεκνος] …
7μισότεκνος — μισότεκνος, ον (Α) αυτός που μισεί τα τέκνα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + τέκνος (< τέκνον), πρβλ. φιλό τεκνος] …
8μονότεκνος — η, ο (Α μονότεκνος, ον) αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] …
9ολιγότεκνος — η, ο (ΑΜ ὀλιγότεκνος, ον) αυτός που έχει λίγα τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ τεκνος] …
10οψίτεκνος — ὀψίτεκνος, ον (Α) οψίγονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + τεκνος (< τέκνον < τίκτω), πρβλ. πολύ τεκνος] …