ἄ-σπορος
1σπόρος — sowing masc nom sg …
2σπόρος — ο, ΝΜΑ 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού σπείρω, η σπορά, το σπάρσιμο (α. «άρχισε νωρίς νωρίς ο σπόρος» β. «καὶ γὰρ νεατὸς καὶ σπόρος καὶ φυτεία... ὑπαίθρια... ἔργα ἐστίν», Ξεν.) 2. καθετί που σπέρνεται στη γη για να βλαστήσει, το σπέρμα… …
3σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …
4σπόρος — ο 1. σπέρμα οποιουδήποτε καρπού. 2. σπέρματα κατάλληλα για σπορά: Αγόρασε σπόρους για το λαχανόκηπό του. 3. σπέρμα ανθρώπου ή ζώου. 4. πρώτη αφορμή, αφετηρία κάποιου γεγονότος: Ο σπόρος που έριξε ο Ρήγας δεν άργησε να φυτρώσει. 5. μτφ.,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5σπόρω — σπόρος sowing masc nom/voc/acc dual σπόρος sowing masc gen sg (doric aeolic) …
6σπόροι — σπόρος sowing masc nom/voc pl …
7σπόροις — σπόρος sowing masc dat pl …
8σπόρον — σπόρος sowing masc acc sg …
9σπόρου — σπόρος sowing masc gen sg …
10σπόρους — σπόρος sowing masc acc pl …