ἄ-σιγμος
1σιγμός — hissing masc nom sg …
2σιγμός — ο, ΝΑ [σίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.) …
3σιγμοῖς — σιγμός hissing masc dat pl …
4σιγμοί — σιγμός hissing masc nom/voc pl …
5σιγμοῦ — σιγμός hissing masc gen sg …
6σιγμούς — σιγμός hissing masc acc pl …
7σιγμῷ — σιγμός hissing masc dat sg …
8σιγμόν — σιγμός hissing masc acc sg …
9свист — род. п. а, укр. свист, род. п. у, др. русск. свистъ, словен. svȋsk шипение , чеш. svist, польск. swist. Отсюда свистать, свистеть, свищу, укр. свистати, свищу, др. русск., ст. слав. свистати συρίζειν (Супр.), словен. sviskati шипеть, брызгать ,… …
10σίγμα — το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.) νεοελλ. 1. βιολ. α) υπομονάδα τής βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση… …
- 1
- 2