ἄ-σβεστος
1σβεστός — ή, ό / σβεστός, ή, όν, ΝΜ σβηστός. επίρρ... σβεστά Ν 1. κατά τρόπο σβεστό, αδύναμα, χωρίς ισχύ 2. φρ. «σβεστά έλκε» ναυτ. πρόσταγμα για την έλξη τών ιστίων κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην επενεργεί ο άνεμος πάνω στην επιφάνειά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …
2σβεστόν — σβεστός quenched masc acc sg σβεστός quenched neut nom/voc/acc sg …
3σβεστή — σβεστός quenched fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4σβεστήν — σβεστός quenched fem acc sg (attic epic ionic) …
5ευκατάσβεστος — εὐκατάσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σβεστος (< κατα σβέννυμι), πρβλ. α κατά σβεστος, δυσ κατά σβεστος] …
6АСБЕСТ — • Asbestos, ασβεστος (несгораемый, разумеется λίθος), зеленовато беловатый камень, амиант или горный лен; из его волокон уже в древности приготовляли asbestum sc. linum, несгораемое полотно. Пеленами из такого полотна римляне… …
7εύσβεστος — εὔσβεστος, ον (Α) αυτός που σβήνει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σβεστός (< σβέννυμι «σβήνω»)] …
8ημίσβεστος — η, ο μισοσβησμένος, όχι εντελώς σβησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σβεστος (< σβέννυ μι «σβήνω»)] …
9ՇԻՋԱՆՈՒՏ — (ի, ից.) NBH 2 0478 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical ա.ն. σβεστικός իբր σβεστός extinguibilis. Շիջական. շիջանելի դիւրաւ. անցաւոր. *Զի թէ այսչափ դառն է շիջանուտ հուրն, որչափ ապա անշէջ հուրն. Վրք. հց. ՟Ի՟Զ: *Ասացեր, թէ զքեզ… …