ἄ-πταιστος
1πταιστός — liable to fail masc nom sg …
2πταιστός — ή, όν, Μ [πταίω] αυτός που είναι δυνατόν να υποπέσει σε πταίσμα …
3πταιστά — πταιστός liable to fail neut nom/voc/acc pl πταιστά̱ , πταιστός liable to fail fem nom/voc/acc dual πταιστά̱ , πταιστός liable to fail fem nom/voc sg (doric aeolic) …
4πταιστόν — πταιστός liable to fail masc acc sg πταιστός liable to fail neut nom/voc/acc sg …
5πταισταί — πταιστός liable to fail fem nom/voc pl …
6πταιστή — πταιστός liable to fail fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
7πταιστήν — πταιστός liable to fail fem acc sg (attic epic ionic) …
8πταιστῷ — πταιστός liable to fail masc/neut dat sg …
9εύπταιστος — εὔπταιστος, ον (Α) 1. αυτός που σφάλλει εύκολα 2. (για λόγια σε σχέση με τις πράξεις) αναξιόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πταιστός (< πταίω)] …