ἄ-πρᾱτος
1πρᾶτος — masc nom sg πρότερος before masc nom sg …
2πρατός — πρᾱτός , πρατός for sale masc nom sg …
3πράτος — άτα, ον, Α δωρ. τ. βλ. πρώτος …
4πρατός — ή, όν, Α αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ τού πέρνημι* (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι πρᾱ σκω) + επίθημα τος] …
5πρᾶτον — πρᾶτος masc acc sg πρᾶτος neut nom/voc/acc sg πρότερος before masc acc sg πρότερος before neut nom/voc/acc sg …
6πρᾶτα — πρᾶτος neut nom/voc/acc pl πρότερος before neut nom/voc/acc pl …
7πρᾶται — πρᾶτος fem nom/voc pl πρότερος before fem nom/voc pl …
8πρᾶτοι — πρᾶτος masc nom/voc pl πρότερος before masc nom/voc pl …
9πρατά — πρᾱτά , πρατός for sale neut nom/voc/acc pl πρᾱτά̱ , πρατός for sale fem nom/voc/acc dual πρᾱτά̱ , πρατός for sale fem nom/voc sg (doric aeolic) …
10πρᾶτ' — πρᾶτα , πρᾶτος neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρᾶτος masc voc sg πρᾶται , πρᾶτος fem nom/voc pl πρᾶτα , πρότερος before neut nom/voc/acc pl πρᾶτε , πρότερος before masc voc sg πρᾶται , πρότερος before fem nom/voc pl …