ἄ-παυστος

  • 1ευκατάπαυστος — εὐκατάπαυστος, ον (ΑΜ) αυτός που καταπαύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα παυστος (< κατα παύω), πρβλ. α κατά παυστος, δυσ κατά παυστος] …

    Dictionary of Greek

  • 2νήπαυστος — νήπαυστος, ον (Α) 1. ο άπαυστος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) νήπαυστον διαρκώς, χωρίς σταματημό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη * + παυστος (< παύω), πρβλ. ά παυστος, δύσ παυστος] …

    Dictionary of Greek