ἄ-οκνος
51νωθρός — ή, ό ράθυμος, αργοκίνητος, οκνηρός, οκνός, τεμπέλης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
52οκνεύω — και οκνεύομαι (ρ. αμτβ.), όκνεψα, γίνομαι ή είμαι οκνός, βαριέμαι, τεμπελιάζω …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
53οκνηρός — ή, ό απρόθυμος, οκνός, νωθρός, ακαμάτης, τεμπέλης …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
54ὄκνωι — ὄκνῳ , ὄκνος shrinking masc dat sg …
55enq-, onq- (*hok-) — enq , onq (*hok ) English meaning: to sigh, groan, onomatopoeic words Deutsche Übersetzung: Schallwurzel: ‘seufzen, stöhnen” (enq ), “brũllen, brummen” (onq ) Note: both vocalizations also with various emotion value, so that… …
56ok- — ok English meaning: to think over, *understand, see Deutsche Übersetzung: “ũberlegen” Note: Root ok : “to think over, *understand, see” derived from a reduced Root okʷ : “to see; eye”. Material: Gk. ὄκνος “ dubiousness,… …