ἄ-οκνος

  • 31ογκώμαι — (Α ὀγκῶμαι, άομαι) (για όνο) εκβάλλω ογκηθμό, ογκανίζω, γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ. σε άω (πρβλ. βοάω, βρυχάομαι, γοάω, μυκάομαι) που αντιστοιχεί με λατ. uncāre (για αρκούδα). Οι τ. ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *enq / *onq με σημ. «βογγώ, μουγκρίζω»… …

    Dictionary of Greek

  • 32οκνία — ὀκνία, ἡ (Α) [όκνος (Ι)] τάση αποφυγής εργασίας, οκνηρία …

    Dictionary of Greek

  • 33οκνίζω — ὀκνίζω (Μ) [όκνος (Ι)] διστάζω ή αποφεύγω να κάνω κάτι από οκνηρία ή από κάματο, βαριέμαι …

    Dictionary of Greek

  • 34οκναλέος — ὀκναλέος, α, ον (Α) (ποιητ. τ.) οκνηρός. επίρρ... ὀκναλέως (Α) με οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) + κατάλ. αλέος (πρβλ. θαρρ αλέος)] …

    Dictionary of Greek

  • 35οκνηλός — ὀκνηλός, ά, όν (Α) (κατά τον Θεόγνωτο) οκνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός» + επίθημα ηλός (πρβλ. καπν ηλός, τρυφηλός)] …

    Dictionary of Greek

  • 36οκνηρός — ή, ό (Α ὀκνηρός, ά, όν) αυτός που αποφεύγει την εργασία και κάθε δραστηριότητα, ακαμάτης, τεμπέλης 1. αυτός που διστάζει, ιδίως από φόβο, άτολμος, δειλός 2. νωθρός, βραδυκίνητος 3. (για πράγματα ή για καταστάσεις) δυσάρεστος, ενοχλητικός («ἡμῑν… …

    Dictionary of Greek

  • 37οκνοποιώ — ὀκνοποιῶ, έω (Α) καθιστώ οκνηρό κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός» + ποιῶ (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. λεπτο ποιώ] …

    Dictionary of Greek

  • 38οκνόφιλος — ὀκνόφιλος, ον (Α) αυτός που διστάζει ή αναβάλλει να κάνει κάτι, αναβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄκνος (Ι) «δισταγμός» + φίλος (πρβλφ. λογό φιλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 39οκνώ — (Α ὀκνῶ, έω και επικ. τ. ὀκνείω) διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι νεοελλ. 1. αμελώ να κάνω κάτι 2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης αρχ. 1. είμαι αναποφάσιστος 2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός 3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 40οκνώδης — ὀκνώδης, ῶδες (Α) [όκνος (Ι)] οκνηρός …

    Dictionary of Greek