ἄ-οκνος

  • 21αγαλιανός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 67 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρακαμπιλίων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 43 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγίου… …

    Dictionary of Greek

  • 22αδρανής — ές (Α ἀδρανής) ο μη δραστήριος, οκνός, νωθρός νεοελλ. ακίνητος αρχ. 1. αδύναμος, ασθενικός 2. (για τον σίδηρο) αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του, ο άχρηστος 3. ανύπαρκτος, φανταστικός, πλασματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δραίνω. ΠΑΡ. ἀδράνεια …

    Dictionary of Greek

  • 23ακαμάτης — Ένα από τα πέντε μικρά νησιά που βρίσκονται μπροστά στο λιμάνι του Γαυρίου, της Άνδρου. Με το όνομα αυτό είναι γνωστό και ένα από τα τρία ακρωτήρια, στα οποία τελειώνει προς Α η ακτή του νότιου τμήματος της Άνδρου. Τα άλλα δύο λέγονται Άγιος… …

    Dictionary of Greek

  • 24αχμάκης — α και ισσα, ικο 1. κουτός, βλάκας 2. νωθρός, οκνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ahmak «ηλίθιος»] …

    Dictionary of Greek

  • 25επίβραδυς — ἐπίβραδυς, υ (Α) [βραδύς] οκνός, διστακτικός …

    Dictionary of Greek

  • 26εφιδύη — ἐφιδύη, ἡ (Μ) όκνος, οκνηρία, αμέλεια …

    Dictionary of Greek

  • 27κατοκνής — κατοκνής, ές (Α) διστακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οκνής (< ὄκνος «δισταγμός»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. επίθ.] …

    Dictionary of Greek

  • 28μακρόψυχος — μακρόψυχος, ον (AM) 1. υπομονετικός 2. βραδυκίνητος, οκνός, αναβλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μεγαλό ψυχος] …

    Dictionary of Greek

  • 29μαχμουρλίδικος — η, ο [μαχμουρλής] αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στον μαχμουρλή, άκεφος, οκνός. επίρρ... μαχμουρλίδικα με τρόπο που ταιριάζει σε μαχμουρλή …

    Dictionary of Greek

  • 30μεταμελλησμός — μεταμελλησμός, ὁ (Α) γλωσσ. μέλλησις, όκνος, βραδύτητα, δισταγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μελλησμός «καθυστέρηση» (< μέλλω «διστάζω, οκνώ»)] …

    Dictionary of Greek