ἄ-κλαστος
1κλαστός — ή, ό (Α κλαστός, ή, όν) [κλω] σπασμένος σε κομμάτια, τσακισμένος νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει κάποιος νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. το κλαστό(ν) άρτος τεμαχισμένος και αγιασμένος που προσφέρεται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία… …
2κλαστά — κλαστός broken in pieces neut nom/voc/acc pl κλαστά̱ , κλαστός broken in pieces fem nom/voc/acc dual κλαστά̱ , κλαστός broken in pieces fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3κεφαλόκλαστα — κεφαλόκλαστα, τὰ (Α) κακώσεις τού κεφαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κλαστον (< κλαστός < κλῶ «σπάω»), πρβλ. ημί κλαστος, μωλό κλαστος] …
4ημίκλαστος — η, ο (Α ἡμίκλαστος, ον) νεοελλ. φρ. (για φύλλο χαρτιού) «αναφορά εις ημίκλαστον» αναφορά γραμμένη σε φύλλο χαρτιού διπλωμένο στα δύο, τσακισμένο στη μέση αρχ. τεθλασμένος, τσακισμένος κατά το ήμισυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κλαστος (< κλω), πρβλ …
5κλω — κλῶ, άω (Α) 1. θραύω, σπάζω («ἐκλάσθη δὲ δόναξ, ἐβάρυνε δὲ μηρόν», Ομ. Οδ.) 2. κλαδεύω αμπέλι 3. κόβω σε κομμάτια, τεμαχίζω («λαβὼν τὸν ἄρτον εὐλόγησε καὶ κλάσας ἐπεδίδου», ΚΔ) 4. σχηματίζω τεθλασμένη γραμμή, διαθλώμαι (α. «ἡ κεκλασμένη γραμμή»… …
6μεσόκλαστος — μεσόκλαστος, ον (Α) (για εξάμετρους στίχους οι οποίοι έχουν στο εσωτερικό τους τροχαίο αντί για σπονδείο) ο σπασμένος, ο κομμένος στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κλαστός (< κλάω «σπάω»), πρβλ. ημί κλαστος] …
7μηρόκλαστος — μηρόκλαστος, ον (Μ) αυτός που έχει σπάσει τον μηρό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + κλαστός (< κλάω, «σπάω»), πρβλ. μυλό κλαστος] …
8μυλόκλαστος — μυλόκλαστος, ον (Α) γλώσσα τού Ησύχ. στη λ. μυλήφατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + κλαστος (< κλάω / ῶ «σπάω»), πρβλ. μεσό κλαστος] …
9τετράκλαστος — ον, Α (για άρτο) ο τεμαχισμένος στα τέσσερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + κλαστός (< κλῶ «τεμαχίζω»), πρβλ. ἡμί κλαστος] …
10Pyroclastic flow — Pyroclastic flows sweep down the flanks of Mayon Volcano, Philippines, in 1984 …