ἄ-κερκος
1κέρκος — tail fem nom sg …
2κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… …
3κέρκω — κέρκος tail fem nom/voc/acc dual κέρκος tail fem gen sg (doric aeolic) …
4κέρκοι — κέρκος tail fem nom/voc pl …
5κέρκοις — κέρκος tail fem dat pl …
6κέρκον — κέρκος tail fem acc sg …
7κέρκου — κέρκος tail fem gen sg …
8κέρκους — κέρκος tail fem acc pl …
9κέρκων — κέρκος tail fem gen pl …
10κέρκῳ — κέρκος tail fem dat sg …