ἄ-θολος
1θολός — mud masc nom sg …
2θόλος — round building with conical roof fem nom sg …
3θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * ο (ΑΜ θόλος, ὁ και ἡ, Μ και ουδ. θόλον, τό)… …
4θολός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 918 κάτ.) στην πρώην επαρχία Φυλλίδος του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. ΝΑ των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ζίχνης. * * * (I) ο (ΑΜ θολός) το πυκνό μαύρο υγρό που… …
5θόλος — ο 1. ημισφαιρική οροφή κτιρίου, τρούλος: Ο θόλος αποτελεί το πιο βασικό γνώρισμα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής. 2. κυκλικό κτίριο στην αρχαία Ελλάδα: Θόλος της Επιδαύρου. 3. «ουράνιος θόλος», ουρανός· «θόλος του κρανίου», κοίλωμα του κρανίου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6θολός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που δεν είναι διαυγής: Θολό νερό. – Θολό κρασί. 2. θαμπός: Θολό τζάμι. 3. σκοτεινός: Θολός ουρανός. 4. φρ., «Ψαρεύει στα θολά», ενεργεί ύποπτα. ο μελάνι που χύνουν οι σουπιές …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7δόμος ή θόλος — Τεκτονική γεωλογική μορφή, με σχήμα περίπου ημισφαιρικό. Οφείλει τη γένεσή της σε ορισμένους σχηματισμούς πετρωμάτων, που παρουσιάζουν αρκετά υψηλή πλαστικότητα και χαμηλή πυκνότητα, όπως, για παράδειγμα, το αλάτι και τα αλατοφόρα στρώματα. Οι… …
8Κάτω Θόλος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 163 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Νέστου, 43 χλμ. ΒΑ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Παρανεστίου …
9θολιάζω — [θολός] (λαϊκ. τ.) θολώνω, θολαίνω …
10θολοῖς — θολός mud masc dat pl θολόω make turbid pres opt act 2nd sg θολόω make turbid pres subj act 2nd sg θολόω make turbid pres ind act 2nd sg …