ἄ-δριμυς
1δριμύς — εία, ύ και δριμός, ή, ό και δριμιός, ιά, ιό (AM δριμύς, εῑα, ύ) 1. οξύς, αψύς, καυστικός στη γεύση ή την όσφρηση («δριμύ ξίδι») 2. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («δριμύς χειμώνας») 3. (για λόγο) α) δηκτικός, πειραχτικός β) δυνατός, έντονος,… …
2δριμύς — δρῑμύς , δριμύς piercing masc nom sg …
3δριμύς, -εία, -ύ — οξύς, τσουχτερός, διαπεραστικός: Δριμύ ψύχος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4δριμώνω — [δριμύς] 1. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι δριμύς, τσουχτερός («δρίμωσε ο καιρός») 2. (για πρόσ.) οργίζομαι, θυμώνω 3. μέσ. μαζεύομαι …
5δριμυτάτων — δριμύς piercing fem gen pl δριμύς piercing masc/neut gen pl …
6δριμυτάτως — δριμύς piercing adverbial δριμύς piercing masc acc pl (doric) …
7δριμυτέρων — δριμύς piercing fem gen pl δριμύς piercing masc/neut gen pl …
8δριμυτέρως — δριμύς piercing adverbial δριμύς piercing masc acc pl (doric) …
9δριμύτατον — δριμύς piercing masc acc sg δριμύς piercing neut nom/voc/acc sg …
10δριμύτερον — δριμύς piercing masc acc sg δριμύς piercing neut nom/voc/acc sg …