ἄ-δακρυς
1ιερόδακρυς — ἱερόδακρυς, υ (Α) (για το λιβάνι) αυτός που αποτελείται από ιερά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. απειρό δακρυς, πολύ δακρυς] …
2συντομόδακρυς — άκρυος, ὁ, ἡ, Μ αυτός που δακρύζει λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντομος + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. ἀπειρό δακρυς] …
3σύνδακρυς — άκρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ γεμάτος δάκρυα, ένδακρυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. περί δακρυς] …
4ταχύδακρυς — υ, Α αυτός που δακρύζει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + δάκρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύ δακρυς] …
5φιλόδακρυς — υ, ΜΑ αυτός που κλαίει συχνά και εύκολα, κλαψιάρης μσν. (για γεγονότα και καταστάσεις) αυτός που γίνεται αιτία για δάκρυα, που προκαλεί δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. πολύ δακρυς] …
6ακριτόδακρυς — ἀκριτόδακρυς, υ (Α) αυτός που χύνει άφθονα δάκρυα «ἀκριτόδακρυς Τάνταλος» (Ανθ. Παλ. 5, 235). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + δακρυς < δάκρυ] …
7αναγκόδακρυς — ἀναγκόδακρυς ( υος), υ (Α) αυτός που πιέζει τον εαυτό του να κλάψει, που χύνει δάκρυα με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάγκη + δακρυς < δάκρυ] …
8αρτίδακρυς — ἀρτίδακρυς, υ (Α) αυτός που είναι έτοιμος να δακρύσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + δακρυς < δάκρυ (πρβλ. απειρόδακρυς, αρίδακρυς)] …
9ποικιλόδακρυς — άκρυος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που χύνει πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δάκρυ (πρβλ. βαρύ δακρυς)] …
10πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… …
- 1
- 2