ἄ-γνᾰφος
1γνάφος — και κνάφος, ο (Α) [κνάπτω] 1. το αγκαθωτό φυτό δίψακος ο γναφευτικός 2. χτένι τών μαλλιών, χτένι χρήσιμο για κατεργασία ερίων 3. βασανιστήριο όργανο σε σχήμα χτενιού …
2πρωτόγναφος — ον, Α (για δέρματα) αυτός που πρόσφατα υπέστη κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα» κατ επίδραση του κνάφος), πρβλ. ά γναφος, επί γναφος] …
3ψιλάγναφος — ὁ, Α πιθ. καθαριστής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλαί (περσικαί) «περσικοί τάπητες» + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα», κατ επίδραση τού κνάφος), πρβλ. πρωτό γναφος] …
4κνάφος — κνάφος, ὁ (Α) βλ. γνάφος …