ἄ-βρομος
1βρόμος — any loud noise masc nom sg …
2βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …
3βρόμος — ο όνομα φυτού, λυκοσάρα, αγριοβρόμη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4βρόμοι — βρόμος any loud noise masc nom/voc pl …
5βρόμον — βρόμος any loud noise masc acc sg …
6βρόμου — βρόμος any loud noise masc gen sg …
7βρόμους — βρόμος any loud noise masc acc pl …
8βρόμων — βρόμος any loud noise masc gen pl …
9βρόμῳ — βρόμος any loud noise masc dat sg …
10θηρόβρομος — θηρόβρομος, ον (Α) (επίθ. τής Εκάτης) αυτός που αναγγέλλεται με βρυχηθμούς και ουρλιάσματα θηρίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βρομος (βρέμω «βρυχώμαι»), πρβλ. μεγαλό βρομος, υψί βρομος] …