ἄῑνος

  • 91LAUS — I. LAUS an a Graeco λαὸς, populus, quod Laus sit vox populi laudantis; an a vet. vote Aeolica λαύω, fruor, quod nullus maior fructus ex virtute, aut actione illius, quam laus, percipiatur: Graece ἔπαινος, Item ἐγκώμιον dicitur: quae tamen duo sic …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 92LEO — I. LEO Alabandensis orator, praeter artem de Statibus, composuit Caricorum libros 4. totidemque Lyciacorum, reste Suidâ, qui et scripsisse ait sacrum bellum Phocensium, et Boeotorum. Equidem id negare non ausim, sed tamen fieri poslet, ut eos… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 93MYES — Graece Μύες, appellatio ostrei margaritiseri: in quo genere, qui maiores sunt, μύακες dicebantur, ut minores μυΐσκοι vel μυΐςκαι, Lantine mytili, non musculi, ut quidam reddunt. Unde miratur Salmas. Ennium in Hedypatheticis, cum versus… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 94OPPIANUS — Poeta et Grammaticus eximius, Agesilai et Zenodotae fil. ex Anazarbo, sive (ut Suidae placet) Coryco, Ciliciae civitate. Scripsit Α῾λιευτικὰ, et Κυνηγετικὰ elegantissimis versibus, in quibus Virgilium, quâ pote, secutus est, quae Antonino… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 95Αινόπαρις — Αἰνόπαρις ( ιδος), ο (Α) ο δυσοίωνος, ο πρόξενος συμφορών Πάρις (πρβλ. και Δύσπαρις). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + Πάρις] …

    Dictionary of Greek

  • 96έπαινος — (I) ο (AM ἔπαινος) η ενέργεια τού επαινώ, επιδοκιμασία, επαινετικός λόγος, εγκώμιο νεοελλ. δημόσια αναγνώριση και διακήρυξη τών αρετών κάποιου, ηθική ανταμοιβή («ἐπαινος ανδρείας») μσν. 1. (για τον θεό) δόξα 2. (ως προσφώνηση) μακάριος αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 97ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …

    Dictionary of Greek

  • 98αίνεσις — αἴνεσις ( εως), η (Α) [αἰνῶ] αίνος, εξύμνηση, δοξολογία …

    Dictionary of Greek

  • 99αινίζομαι — αἰνίζομαι (Α) (αποθ.) [αἶνος] επαυξημένος παράλληλος τύπος τού ρήματος αινώ* …

    Dictionary of Greek

  • 100αινίτικος — η, ο 1. αυτός που προέρχεται από την Αίνο 2. το ουδ. ως ουσ. το αινίτικο και νίτικο είδος καπνιστού ψαριού (κέφαλος), που προέρχεται από την πόλη Αίνο τής Θράκης (αλλ. λυκουρίνος). [ΕΤΥΜΟΛ. αινίτικος < εθν. Αινίτης < τοπων. Αίνος, πόλη τής… …

    Dictionary of Greek