ἄῑνος

  • 61αιναρέτης — αἰναρέτης, ο (Α) ο αινός κατά την αρετή, ο πολύ γενναίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + ἀρετή] …

    Dictionary of Greek

  • 62αινόδρυπτος — αἰνόδρυπτος, ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες) αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο… …

    Dictionary of Greek

  • 63Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …

    Dictionary of Greek

  • 64Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 65αἰνοτάτα — αἰνοτάτᾱ , αἰνός dread fem nom/voc/acc superl dual (epic ionic) αἰνοτάτᾱ , αἰνός dread fem nom/voc superl sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 66αἰνῶν — αἴνη praise fem gen pl αἰνέω tell pres part act masc nom sg (attic epic doric) αἰνός dread fem gen pl (epic ionic) αἰνός dread masc/neut gen pl (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 67αἴνω — αἴ̱νω , αἶνος tale masc nom/voc/acc dual (epic ionic) αἴ̱νω , αἶνος tale masc gen sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 68ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… …

    Православная энциклопедия

  • 69хвала — укр. хвала, блр. хвала, др. русск. хвала, ст. слав. хвала αἴνεσις, αἶνος (Остром., Супр.), болг. хвала, фала, сербохорв. хвала похвала, благодарность , словен. hvalа – то же, чеш., слвц. chvala, польск. сhwаɫа, в. луж. khwaɫa, н. луж. сhwаɫа.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 70Greek names of mountains — This is a list of mountain tops and ranges in Greece and around the world that have a Greek name.GreekEnglish name(s), [other name(s)] [older name(s)] , [Area] ΑιγάλεωMount Aegaleo, Aigaleo, Aegaleus, PiraeusΑίνοςMount AinosΆλπειςAlps, France to… …

    Wikipedia