ἄῑνος

  • 121αινοτίταν — αἰνοτίταν ( ανος), ο (Α) [αἰνός] ο φοβερός Τιτάν …

    Dictionary of Greek

  • 122αινοτόκεια — αἰνοτόκεια, η (Μ) αυτή που ατύχησε στη μητρότητα, η άτυχη μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τόκεια < τίκτω] …

    Dictionary of Greek

  • 123αινοτόκος — αἰνοτόκος, ον (Α) αυτός που απέκτησε παιδί για να τού φέρει δυστυχία, ο άτυχος γονιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + τόκος < τίκτω] …

    Dictionary of Greek

  • 124αινοτύραννος — αἰνοτύραννος, ο (Α) [αἰνός] φοβερός τύραννος …

    Dictionary of Greek

  • 125αινόγαμος — αἰνόγαμος, ο (Α) αυτός που έκαμε ολέθριο, φρικτό γάμο (έτσι χαρακτηρίζεται ο Πάρις). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γάμος] …

    Dictionary of Greek

  • 126αινόγοος — αἰνόγοος, ον (Α) αυτός που τόν θρήνησαν φοβερά, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γοος < γοῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 127αινόθεν — αἰνόθεν επίρρ. (Α) [αἰνός] μόνο στη φρ. «αἰνόθεν αἰνῶ», από τρόμο σε τρόμο, τρομερότατα, φοβερότατα …

    Dictionary of Greek

  • 128αινόλεκτρος — αἰνόλεκτρος, ον (Α) ο αινόγαμος*· [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λέκτρον «κλίνη»] …

    Dictionary of Greek