ἄῑνος
101αινοβάκχευτος — αἰνοβάκχευτος, ον (Α) αυτός που κατέχεται από φοβερή μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. αἰνὸς «φοβερός» + βακχευτὸς < βακχεύω] …
102αινοβίας — αἰνοβίας (ιωνικός τύπος ης, ου) (Α) αυτός που έχει φοβερή δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + βία «φυσική δύναμη»] …
103αινογένεθλος — αἰνογένεθλος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε για να φέρει δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γενέθλη*] …
104αινογένειος — αἰνογένειος, ον (Α) αυτός που έχει τρομερά σαγόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + γένειος < γένειον «το πιγούνι» < γένος] …
105αινογίγας — αἰνογίγας ( αντος), ο (Α) [αἰνός] ο φοβερός γίγαντας …
106αινοδρυφής — αἰνοδρυφὴς ( οῡς), ὲς (Α) αυτός που πληγώνει φοβερά το σώμα του σε εκδηλώσεις πένθους (κυρίως το πρόσωπο και το στήθος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + δρυφὴς < δρύπτω «σπαράσσω, σχίζω»] …
107αινοδότειρα — αἰνοδότειρα (Α) αυτή που δίνει συμφορές (λέγεται στον πληθ. για τις Ερινύες). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + δότειρα θηλ. τής λ. δοτὴρ < δίδωμι] …
108αινολέτης — αἰνολέτης, ο (Α) φοβερός καταστροφέας, σκληρός εξολοθρευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + ὀλέτης < ὄλλυμι «καταστρέφω»] …
109αινολέων — αἰνολέων ( οντος), ο (Α) [αἰνός] φοβερό λιοντάρι …
110αινολαμπής — αἰνολαμπής, ὲς (Α) αυτός που λάμπει φοβερά, τρομακτικά, ολόλαμπρος, ο περίλαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + λαμπὴς < λάμπω] …