ἄϑλιος

  • 81αλγινόεις — ἀλγινόεις, εσσα, εν (Α) 1. αλγεινός, οδυνηρός 2. οικτρός, θλιβερός, άθλιος, δυστυχής 3. επίμοχθος, κοπιαστικός, οχληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος λ. ποιητική που πλάστηκε για λόγους μετρικούς, πιθ. αναλογικά προς το επίθ. ἀργινόεις*] …

    Dictionary of Greek

  • 82αλεγεινός — ἀλεγεινός, ή, όν (Α) (επικός τύπος τού ἀλγεινός*) 1. δύσκολος, επίπονος 2. οδυνηρός, πικρός 3. άθλιος, κακορίζικος …

    Dictionary of Greek

  • 83αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη …

    Dictionary of Greek

  • 84αμέγαρτος — ἀμέγαρτος, ον (ποιητ.) (Α) 1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που δεν φθονείται, ανεπίφθονος, μη αξιοζήλευτος, μελαγχολικός, θλιβερός 2. (για πρόσωπα) δυστυχής, άθλιος, κακομοιριασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μεγαίρω «φθονώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 85αναφθείρομαι — ἀναφθείρομαι (Α) 1. γίνομαι άθλιος, εξαθλιώνομαι «κατά τι δεῡρ’ ἀνεφθάρης;» (Αριστοφάνης) ποια αθλιότητα σε έφερε εδώ; 2. ματαιώνω, ψευτίζω …

    Dictionary of Greek

  • 86αυτολήκυθος — αὐτολήκυθος, ο (Α) 1. αυτός που μεταφέρει μόνος του τη λήκυθο, που δεν έχει δούλο 2. συνεκδ. υπερβολικά φτωχός, άθλιος 3. κόλακας, παράσιτο …

    Dictionary of Greek

  • 87βάναυσος — η, ο (AM βάναυσος, ον) τραχύς αγροίκος αρχ. 1. χειρώνακτας, χειροτέχνης 2. σχετικός με τον χειροτέχνη 3. ταπεινός, χυδαίος, κακόγουστος 4. φρ. «βάναυσος τέχνη» χειρωνακτική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. βάναυσος < *βαύναυσος με… …

    Dictionary of Greek

  • 88δηλαϊστός — δηλαϊστός, ή, όν (Α) δείλαιος, άθλιος …

    Dictionary of Greek

  • 89διαβολόκαιρος — ο άθλιος, θυελλώδης καιρός …

    Dictionary of Greek

  • 90δυσάθλιος — δυσάθλιος, ον (Α) υπερβολικά άθλιος …

    Dictionary of Greek