ἄϑλιος
51ἀθλιωτέρα — ἀθλιωτέρᾱ , ἄθλιος winning the prize fem nom/voc/acc comp dual ἀθλιωτέρᾱ , ἄθλιος winning the prize fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) ἀθλιωτέρᾱ , ἄθλιος winning the prize fem nom/voc/acc comp dual ἀθλιωτέρᾱ , ἄθλιος winning the prize… …
52ἀθλιωτέρας — ἀθλιωτέρᾱς , ἄθλιος winning the prize fem acc comp pl ἀθλιωτέρᾱς , ἄθλιος winning the prize fem gen comp sg (attic doric aeolic) ἀθλιωτέρᾱς , ἄθλιος winning the prize fem acc comp pl ἀθλιωτέρᾱς , ἄθλιος winning the prize fem gen comp sg… …
53δύστηνος — η, ο (Α δύστηνος, ον και δωρ. δύστανος, ον) (για πρόσ.) άθλιος, άτυχος, ταλαίπωρος αρχ. 1. (για πράξη, πάθημα, κατάσταση κ.λπ.) ελεεινός 2. (με ηθική σημασία) άθλιος, χαμένος …
54κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …
55καταθλιούμαι — καταθλιοῡμαι, όομαι (Μ) γίνομαι εντελώς άθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀθλιοῦμαι (< ἄθλιος)] …
56μίζερος — η, ο (Μ μίζερος, η, ον) 1. άθλιος, δυστυχής, φτωχός 2. φιλάργυρος, τσιγκούνης («μη ζητάς από αυτόν δανεικά, γιατί είναι μίζερος») νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δύστροπος, ιδιότροπος, ανάποδος, γκρινιάρης («είναι πολύ μίζερος άνθρωπος») 2. (για πράγματα) …
57μελεόπονος — μελεόπονος, ον (Α) 1. αυτός που έχει κάνει άχρηστα έργα ή ελεεινές πράξεις 2. συνεκδ. δυστυχισμένος, άθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + πόνος (πρβλ. ματαιό πονος)] …
58πανάθλιος — α, ο (Α πανάθλιος, ία, ον) ολωσδιόλου άθλιος, τρισάθλιος, αθλιέστατος, δυστυχέστατος, πάρα πολύ αξιολύπητος νεοελλ. πολύ κακός, κακοηθέστατος, φαυλεπίφαυλος. επίρρ... παναθλίως (Α) με μεγάλη δυστυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄθλιος] …
59κἀθλίῳ — ἀθλίῳ , ἄθλιος winning the prize masc/neut dat sg ἀθλίῳ , ἄθλιος winning the prize masc/fem/neut dat sg …
60ἀθλιωτάτωι — ἀθλιωτάτῳ , ἄθλιος winning the prize masc/neut dat superl sg ἀθλιωτάτῳ , ἄθλιος winning the prize masc/neut dat superl sg …