ἄϑλιος

  • 111μέλεος — (I) ο (Μ μελεός) βλ. μέλεγος. (II) μέλεος, α, ον, θηλ. και ος (Α) 1. αδιάφορος, άχρηστος («οὐδὲ τί σε χρὴ ἑστάμεναι μέλεον σὺν τεύχεσιν», Ομ. Ιλ.) 2. άκαρπος, ανώφελος, άσκοπος 3. (ως προσφώνηση) δυστυχισμένος, άθλιος, ελεεινός («ὦ μέλεοι, τὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 112μαύρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται την 1η Μαΐου. 2. Τον σκότωσαν με σπαθί μαζί με άλλους στρατιώτες. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου. 3. Γιος του μάρτυρα Κλαυδίου και της Ιλαρίας. Μαρτύρησε, μαζί …

    Dictionary of Greek

  • 113μελεοπαθής — μελεοπαθής, ές (Α) 1. αυτός που έχει πολλές ατυχίες 2. συνεκδ. αυτός που από τις πολλές ατυχίες τις οποίες υφίσταται είναι δυστυχισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + παθής (< πάθος), πρβλ. ομοιο παθής] …

    Dictionary of Greek

  • 114μελεόφρων — μελεόφρων, ον (Α) αυτός που έχει σκέψεις και φρονήματα αξιοθρήνητα, ο αξιοθρήνητος, ο δυστυχισμένος εξαιτίας τών σκέψεών του («ἐγὼ μέλεος οἶδ , ὅτε φάσγανον δέρᾳ θῆκέ μοι μελεόφρων πατήρ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλεος «άθλιος, δυστυχής» + φρων… …

    Dictionary of Greek

  • 115μεσκίνης — και μισκίνης, ο άθλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. meschino] …

    Dictionary of Greek

  • 116μιάστωρ — ο (Α μιάστωρ) νεοελλ. ζωολ. γένος νηματόκερων δίπτερων εντόμων τής οικογένειας cecidomyidae αρχ. 1. άθλιος άνθρωπος ο οποίος έχει μιανθεί με έγκλημα που έχει κάνει και μολύνει και τους άλλους, ένοχος, κακούργος 2. εκδικητής, τιμωρός εγκλήματος, ο …

    Dictionary of Greek

  • 117μιζέρια — η (Μ μιζέρια) αθλιότητα, κακομοιριά, δυστυχία, φτώχια («ζει μέσα στη μιζέρια») νεοελλ. 1. γκρίνια, δυστροπία («τί μιζέρια είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα;») 2. παθολογική φιλαργυρία, τσιγγουνιά 3. είδος παιχνιδιού τής μεγάλης πρέφας 4. συνεκδ.… …

    Dictionary of Greek

  • 118μισκίνος — μισκῑνος και μεσχῑνος, η, ον (Μ) 1. δυστυχισμένος, αξιολύπητος 2. ταπεινός, ξεπεσμένος, άθλιος 3. αδύναμος, ανίσχυρος, ευτελής 4. φρ. «γίνομαι μισκῑνος» ταπεινώνομαι, μειώνομαι, εξευτελίζομαι 5. ως ουσ. άνθρωπος ταλαίπωρος, δυστυχής, ξεπεσμένος.… …

    Dictionary of Greek

  • 119μώλυς — μῶλυς, υ, γεν. υος (Α) 1. εξαντλημένος, ασθενής, βραδύς, νωχελής, νωθρός 2. μτφ. αδύνατος ως προς τον νου, ανόητος 3. φρ. «μῶλυς ῥίζα» μώλυ * 4. (κατά τον Ησύχ.) «μῶλυς ὁ ἀμαθής μωλύτερον ἀμβλύτερον». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για υποχωρητικό παρ.… …

    Dictionary of Greek

  • 120ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… …

    Dictionary of Greek