ἄωροι πόδες
1sō(u)rā : sōrā — sōrā : sōrā [u]English meaning: calf (of leg) Deutsche Übersetzung: “Wade”?? Material: Gk. ἄωροι πόδες (μ 89) “Beine ohne Waden”?; Ion. ὤρη “Teil eines Opfertieres, calf”?; Lat. sūra “calf”, if with ūr from ōr, or ū in ablaut to… …
2άωρος — (I) ἄωρος, ον (Α) [ώρα] 1. ανώριμος, άγουρος 2. άκαιρος, παράκαιρος 3. δύσμορφος, αποκρουστικός. (II) ἄωρος, ον (Α) 1. μετέωρος 2. (για πόδια ζώου) μπροστινός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολογίας, στην οποία έχουν δοθεί διάφορες… …