ἄχϑομαι

  • 61βαρυαχθής — ( οῡς), ές (Α) 1. πολύ βαρύς 2. πολύ επαχθής, φορτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»] …

    Dictionary of Greek

  • 62δειραχθής — δειραχθής, ές (Α) αυτός που βαραίνει ή σφίγγει τον λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δειρή + αχθής < άχθομαι «βαρύνομαι, είμαι φορτωμένος»] …

    Dictionary of Greek

  • 63επάχθομαι — ἐπάχθομαι (Α) στενοχωριέμαι, λυπάμαι για κάτι («ἥδομαι τοῑσδ οὔτ ἐπάχθομαι κακοῑς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άχθομαι «δυσανασχετώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 64εύοχθος — εὔοχθος, ον (Α) 1. (για γη) γόνιμος, εύφορος, καρποφόρος 2. (για συμπόσια) πολυτελής, πλουσιοπάροχος 3. άφθονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η σύνδεση με τα όχθος, όχθη δεν είναι σημασιολογικά ικανοποιητική. Η λ. χρησιμοποιήθηκε για να… …

    Dictionary of Greek

  • 65λίαν — (AM λίαν, Α ιων. και επικ. τ. λίην, Μ και λία) επίρρ. πολύ, πάρα πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «λίην γὰρ μέγα εἶπες», Ομ. Οδ. β. «λίην ἄχθομαι ἕλκος») νεοελλ. φρ. «λίαν καλώς» ο δεύτερος κατά σειρά αξίας μετά το «άριστα» βαθμός αξιολόγησης στα… …

    Dictionary of Greek

  • 66οιναχθής — οἰναχθής, ές (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μέθυσος, μεθύων». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + αχθής (< ἄχθομαι), πρβλ. ανδρ. αχθής] …

    Dictionary of Greek

  • 67οχθώ — ὀχθῶ, έω (Α) (επικ. τ.) δυσαρεστούμαι, στενοχωριέμαι, δοκιμάζω ψυχικό βάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι αρχαίοι θεωρούσαν το ρ. ὀχθῶ παρ. τού ουσ. ὄχθος / ὄχθη «λόφος, ύψωμα» (πρβλ. και τού Ησύχ. ὀχθᾶσθαι ἀπὸ τοῦ ὄχθη, οἱ γὰρ στένοντες ἑαυτοὺς… …

    Dictionary of Greek

  • 68πολυαχθής — ές, Α 1. πολύ επαχθής, καταθλιπτικός, ολέθριος («πολυαχθής λιμός», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αχθής (< ἄχθομαι «έχω βάρος, στενοχωριέμαι»), πρβλ. βαρυ αχθής] …

    Dictionary of Greek

  • 69συνάχθομαι — Α 1. θλίβομαι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον 2. θλίβομαι και εγώ εξαιτίας ενός πράγματος («συνάχθεσθαι δὲ ἤν τι σφάλμα προσπίπτη», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄχθομαι «στενοχωριέμαι, υποφέρω»] …

    Dictionary of Greek

  • 70υπεράχθομαι — Α 1. στενοχωριέμαι πάρα πολύ («τῇ Μιλήτου ἁλώσει ὑπεραχθεσθέντες», Ηρόδ.) 2. οργίζομαι πάρα πολύ εναντίον κάποιου («μεθ οἷς ἐχθαίροις ὑπεράχθεο», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄχθομαι «λυπάμαι»] …

    Dictionary of Greek