ἄχρι οὗ ἄν

  • 31μέχρι — και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις) (χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.) 1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ. δ. «ὥστ… …

    Dictionary of Greek

  • 32συντάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [τάσσω] 1. (ιδίως σχετικά με στρατό) βάζω στη σειρά, παρατάσσω 2. διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω (α. «συντάσσω συμβόλαιο» β. «αὐτὸς ἄχρι τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», Πλούτ.) 3. γραμμ …

    Dictionary of Greek

  • 33τακερώ — όω, Α [τακερός] 1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό («ἑψῆσαι δεῑ τὰς κολοκυνθίδας ἐν ὕδατι ἄχρι τακερωθῶσι», Αγα θιν.) 2. απαλύνω …

    Dictionary of Greek

  • 34υγιεινός — ή, ό/ ὑγιεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.) 2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς …

    Dictionary of Greek

  • 35υποκρατώ — έω, ΜΑ κρατώ κάτι κρυφό, για τον εαυτό μου («μήδ ἄχρι ἑνὸς ὀβολοῡ τῶν βασιλικῶν ὑποκρατήσαντα χρημάτων», Άνν. Κομν.) αρχ. 1. κρατώ κάτι ώστε να μείνει κλειστό 2. καταστέλλω, συγκρατώ …

    Dictionary of Greek

  • 36Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …

    Dictionary of Greek

  • 37Σ, σ, ς — (αρχαία ελληνικά σίγμα και σΣ, σ, ςιγμα). Το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Αντιστοιχεί προς το σημιτικό shim (= δόντι, δέντρο). Στην ονομασία shim αντιστοιχεί η δωρική ονομασία σαν, ενώ η ονομασία σίγμα προέρχεται από το σημιτικό… …

    Dictionary of Greek

  • 38ԱՌ — I. ( ) NBH 1 0281 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c, 13c, 14c նախդիր. πρός ad, ar որ եւ Առ ʼի. ʼի. յ. ց. դէպ ʼի. մերձ ʼի, ընդ. դէպ ʼի, քովը. (լտ. եւս՝ ըստ նախնեաց՝ առ. որ եւ սովորաբար ասի ատ) …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 39ՑԱՅՍՕՐ — ( ) NBH 2 0907 Chronological Sequence: Early classical մ. ἔως τῆς σήμερον, ἅχρι τῆς ἠμέρας ταῦτης usque hodie, hodiernam usque diem. որ եւ ասի Մինչեւ ցայսօր. մինչեւ ցայսօր ժամանակի. այսինքն մինչեւ ցօրս ցայս. ինչուան առ օրս. ... *Զի ասիցեն ցայսօր …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 40me-2 —     me 2     English meaning: in the middle of, by, around, with     Deutsche Übersetzung: as Grundlage von Adverbien (Präpositionen) “mitten in, mitten hinein”     Material: A. me dhi (also basic form me ti possible) in Goth. miÞ “with”, asäch.… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary