ἄφιξις
1ἄφιξις — arrival fem nom sg …
2ἀφίξει — ἄφιξις arrival fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀφίξεϊ , ἄφιξις arrival fem dat sg (epic) ἄφιξις arrival fem dat sg (attic ionic) ἀφίζω rise from one s seat aor subj act 3rd sg (epic doric) ἀφίζω rise from one s seat fut ind mid 2nd sg ἀφίζω… …
3ἀφίξεις — ἄφιξις arrival fem nom/voc pl (attic epic) ἄφιξις arrival fem nom/acc pl (attic) ἀφίζω rise from one s seat aor subj act 2nd sg (epic doric) ἀφίζω rise from one s seat fut ind act 2nd sg …
4ἀπίξιος — ἄφιξις arrival fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
5ἀφίξιος — ἄφιξις arrival fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …
6ἄπιξιν — ἄφιξις arrival fem acc sg (ionic) …
7ἄφιξιν — ἄφιξις arrival fem acc sg …
8άφιξη — η (AM ἄφιξις, Α και ἄπιξις) [αφικνούμαι] ο ερχομός, το να φθάνει κάποιος σ ένα μέρος νεοελλ. η ώρα της άφιξης μεταφορικού μέσου αρχ. 1. επιστροφή 2. ικεσία …
9Κριεζής, Ανδρέας — (Ύδρα 1816; – 1880). Ζωγράφος. Ανήκε σε ναυτική υδραίικη οικογένεια· ήταν γιος του εμποροπλοιάρχου Δημητρίου Κ., του επονομαζόμενου Χατζημπίρε. Ο ίδιος, όμως, προτίμησε να ακολουθήσει καλλιτεχνική σταδιοδρομία και σπούδασε ζωγραφική στη Γαλλία.… …
10ԵԿ — I. (ի, աց. (ի թանձրացեալն).) NBH 1 0650 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա.գ. προσήλυτος advena, proselytus ἅποικος, γειῶρος peregrinus Եկեալ ոք արտաքուստ. օտարական յաւելեալ ի բնակս երկրին կամ ի ժողովուրդ աստուծոյ. եւս եւ …
- 1
- 2