ἄφατος
1ἄφατος — not uttered masc/fem nom sg …
2άφατος — η, ο (AM ἄφατος, ον) αυτός που είναι δύσκολο να περιγραφεί, απερίγραπτος, ανέκφραστος αρχ. ο δίχως όνομα, ανώνυμος, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φᾰτος < φᾰ εξασθενωμένη βαθμίδα του φημί] …
3άφατος — η, ο αυτός που δεν μπορεί να οριστεί με λέξεις, ο ανέκφραστος, ο ανείπωτος: Η λύπη του για το χαμό του παιδιού του είναι άφατη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀφάτως — ἄφατος not uttered adverbial ἄφατος not uttered masc/fem acc pl (doric) …
5ἄφατον — ἄφατος not uttered masc/fem acc sg ἄφατος not uttered neut nom/voc/acc sg …
6ἀφάτοις — ἄφατος not uttered masc/fem/neut dat pl …
7ἀφάτου — ἄφατος not uttered masc/fem/neut gen sg …
8ἀφάτους — ἄφατος not uttered masc/fem acc pl …
9ἀφάτων — ἄφατος not uttered masc/fem/neut gen pl …
10ἀφάτῳ — ἄφατος not uttered masc/fem/neut dat sg …