ἄφατος

  • 11ἄφατα — ἄφατος not uttered neut nom/voc/acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 12ἄφατοι — ἄφατος not uttered masc/fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 13άαπτος — ἄαπτος ον (Α) συνήθως ερμηνεύεται: αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν αγγίξει, ακαταμάχητος, ακατάβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τής λ. με το ἅπτομαι πιθ. να οφείλεται σε παρετυμολογία, εάν το α αντί αν δεν δικαιολογείται από τη δασεία του ἅπτομαι.… …

    Dictionary of Greek

  • 14Neolalie — Klassifikation nach ICD 10 R47.0 Dysphasie und Aphasie …

    Deutsch Wikipedia

  • 15NARDUS — Νάρδος, ex Hebr. Gap desc: Hebrew genus herbae odoratissimae, Cantic. c. 4. v. 14. et alibi. Nardus pistica, Ioh. c. 12. v. 3. et Marci c. 14. v. 3. νάρδου πιςτικῆς. Vulgata vertit, Nardi spicati. Beza, liquidae, παρὰ τὸ πιεῖν, quasi potabilem… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 16άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] …

    Dictionary of Greek

  • 17έκφατος — ἔκφατος, ον (Α) Ι. αυτός που δεν μπορεί να εκφραστεί, ανέκφραστος, άφατος II. επίρρ. ἐκφάντως 1. με μεγάλη φωνή, φανερά, εκφραστικά, ρητώς, σαφώς 2. ασεβώς, αρρήτως, κατά τρόπο που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να λεχθεί («τὸ νυμφότιμον μέλος ἐκφάτως… …

    Dictionary of Greek

  • 18ανέκφραστος — η, ο (AM ἀνέκφραστος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος, άφατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν εκφράστηκε από κανένα, ανομολόγητος, ανεκδήλωτος 2. εκείνος που δεν έχει έκφραση, που έχει άτονο ύφος …

    Dictionary of Greek

  • 19αφασία — Η αδυναμία ομιλίας που είναι σύμπτωμα διαφόρων παθολογικών καταστάσεων και συνήθως οφείλεται σε σοβαρές βλάβες του κεντρικού νευρικού συστήματος (εμβολές, θρομβώσεις, όγκοι, τραύματα). Πρόσκαιρο αφασικό σύνδρομο μπορεί να εμφανιστεί και κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 20υπέρφατος — η, ον, Α άφατος, ανέκφραστος («νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + φατος (< φατός < φημί), πρβλ. ἔκ φατος] …

    Dictionary of Greek