ἄττα

  • 31κόττος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους Eκατόγχειρες (βλ. λ.). * * * ο (ΑM κόττος) νεοελλ. (ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων τής οικογένειας cottidae μσν. αρχ. κύβος, ζάρι αρχ. 1. κόκορας, πετεινός 2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῑς ποταμοῑς… …

    Dictionary of Greek

  • 32πηνίκα — Α επίρρ. 1. σε ποιο ακριβώς χρονικό σημείο, πότε ακριβώς («πηνίκ ἐστὶν ἄρα τῆς ἡμέρας;», Αριστοφ.) 2. φρ. «πηνίκα μάλιστα;» τί ώρα περίπου είναι; (Πλάτ.) 3. φρ. «πηνίκ ἄττα;» κατά ποια ώρα περίπου; (Αριστοφ.) 4. αντί τού πότε; («πηνίκα πεύσεται …

    Dictionary of Greek

  • 33προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« …

    Dictionary of Greek

  • 34σίνος — τὸ, Α [σίνομαι] 1. βλάβη, καταστροφή («μέγα σίνος ἔσται τῇ βασιλέος στατιῇ», Ηρόδ.) 2. σωματικό ελάττωμα («σωμάτιον... ἔχον ἄττα σίνη», Ισοκρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 35τίς — τί, ΝΜΑ, και ηλειακός και λακων. τ. τίρ Α (ερωτ. αντων.) 1. (σε ευθεία ερώτ.) ποιος (α. «τίνος είναι το παιδί;» β. «ὦ ξεῑνοι, τίνες ἐστέ;», Ομ. Οδ.) 2. (το ουδ.) τί (ως έκφραση θαυμασμού ή περιφρόνησης) πόσο (α. «τί ωραίο σπίτι!» β. «τί κακός που …

    Dictionary of Greek

  • 36τατά — και τάτα και τέττα και τατί Α 1. προσφώνηση από έναν φίλο σε άλλον ή, κατ άλλους, τιμητική προσφώνηση από νεώτερο σε μεγαλύτερο ή, κατ άλλους, ο πατέρας 2. (μόνον ο τ. τατί) προσφώνηση δούλου στην ερωμένη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. υποκοριστικοί τής… …

    Dictionary of Greek

  • 37τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… …

    Dictionary of Greek

  • 38ā̆tos, atta (ḫatta) —     ā̆tos, atta (ḫatta)     English meaning: father, mother     Deutsche Übersetzung: Lallwort “Vater, Mutter”     Material: O.Ind. attü “mother, older sister “, atti ḥ “ older sister “, Osset. äda, Gk. ἄττα “ old man, old fellow, father “,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary