ἄτρακτος
1ἄτρακτος — spindle masc nom sg …
2άτρακτος — η (Α ἄτρακτος) 1. αδράχτι 2. διάφορα εξαρτήματα σε σχήμα αδραχτιού νεοελλ. το κύριο μέρος του αεροσκάφους (σε σχήμα ατράκτου), το οποίο περιλαμβάνει τον θάλαμο πλοηγήσεως και τους χώρους μεταφοράς επιβατών, αποσκευών και εμπορευμάτων αρχ. 1.… …
3άτρακτος — η 1. το αδράχτι με το οποίο, παλιότερα, έκλωθαν το νήμα. 2. ο κορμός του αεροπλάνου στον οποίο υπάρχουν οι θέσεις των επιβατών και οι χώροι των αποσκευών. 3. (μαθ.), τμήμα επιφάνειας της σφαίρας που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο μέγιστα ημικύκλιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀτράκτοις — ἄτρακτος spindle masc dat pl …
5ἀτράκτοισι — ἄτρακτος spindle masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6ἀτράκτου — ἄτρακτος spindle masc gen sg …
7ἀτράκτους — ἄτρακτος spindle masc acc pl …
8ἀτράκτων — ἄτρακτος spindle masc gen pl …
9ἀτράκτῳ — ἄτρακτος spindle masc dat sg …
10ἄτρακτοι — ἄτρακτος spindle masc nom/voc pl …