ἄτοπος
1ἄτοπος — out of place masc/fem nom sg …
2άτοπος — η, ο (AM ἄτοπος, ον) 1. απρεπής, ανάρμοστος 2. το ουδ. ως ουσ. α) (στον εν.) κάτι το λογικά απαράδεκτο β) στον πληθ. παράνομες πράξεις 3. φρ. «η εις άτοπον απαγωγή» αποδεικτική διαδικασία στη λογική και στα μαθηματικά με την αναγωγή του… …
3άτοπος — η, ο επίρρ. α 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος, παράλογος, άπρεπος: Το φέρσιμό σου χτες στη συντροφιά που βρεθήκαμε ήταν άτοπο. 2. το ουδ. ως ουσ., άτοπο καθετί ασυνήθιστο, αλλόκοτο· «εις άτοπον απαγωγή», απόδειξη της αλήθειας μιας πρότασης με την… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀτοπώτερον — ἄτοπος out of place masc acc comp sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc comp sg ἄτοπος out of place adverbial …
5ἀτοπωτάτων — ἄτοπος out of place fem gen superl pl ἄτοπος out of place masc/neut gen superl pl …
6ἀτοπωτέρων — ἄτοπος out of place fem gen comp pl ἄτοπος out of place masc/neut gen comp pl …
7ἀτοπώτατα — ἄτοπος out of place adverbial superl ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc superl pl …
8ἀτοπώτατον — ἄτοπος out of place masc acc superl sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc superl sg …
9ἀτόπως — ἄτοπος out of place adverbial ἄτοπος out of place masc/fem acc pl (doric) …
10ἄτοπον — ἄτοπος out of place masc/fem acc sg ἄτοπος out of place neut nom/voc/acc sg …