ἄτοπος
51ανάρσιος — ἀνάρσιος, ον (Α) 1. ανάρμοστος, άτοπος 2. (για ανθρώπους) εχθρικός, αντίπαλος 3. (για γεγονότα) δυσχερής, παράδοξος, τερατώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + άρσιος αντί άρτιος «αρμόζων, πρέπων, κατάλληλος» με συριστικοποίηση τού τ ] …
52ανοίκειος — α, ο (Α ἀνοίκειος, ον) [οικείος] ανάρμοστος, άπρεπος, ανάγωγος αρχ. 1. αυτός που δεν ανήκει στην οικογένεια 2. ασύμφωνος, ανόμοιος, ξένος με κάτι 3. άκαιρος, άτοπος …
53ατοπία — η (AM ἀτοπία) [άτοπος] ατόπημα, κακή πράξη νεοελλ. ιατρ. τύπος υπερευαισθησίας που χαρακτηρίζεται από άμεση αντίδραση με μετακίνηση υγρού από τα αιμοφόρα αγγεία στους ιστούς σε περίπτωση έκθεσης σε ένα αλλεργιογόνο αρχ. το να μη βρίσκεται κάτι… …
54ατόπημα — το (AM ἀτόπημα) [άτοπος] απρέπεια, παρεκτροπή …
55εύκαιρος — η, ο (ΑΜ εὔκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη περίσταση, στην ώρα του («εὐκαίρων ὑδάτων... γινομένων», Θεόφρ.) 2. (για χώρους, οικήματα, δοχεία κ.λπ.) κενός, άδειος, ο έρημος νεοελλ. αυτός που δεν έχει… …
56κακοσχήμων — κακοσχήμων, όσχημον (Α) απρεπής, άτοπος. επίρρ... κακοσχημόνως (Α) με κακοσχήμονα τρόπο, όχι κόσμια, κακώς, απρεπώς, ατόπως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. απλο σχήμων, καινο σχήμων] …
57κακόσχημος — η, ο (Α κακόσχημος, ον) αυτός που έχει κακό σχήμα, κακοφτειαγμένος, ασουλούπωτος, δύσμορφος αρχ. κακοσχήμων*. απρεπής, άτοπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σχημος (< σχῆμα), πρβλ. ετερό σχημος, μεγαλό σχημος] …
58παρέκτοπος — ον, Α 1. ο κάπως άτοπος 2. αυτός που βρίσκεται λίγο έξω από τον δρόμο, κοντά στον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἔκτοπος «παράλογος, παράδοξος, απομακρυσμένος από έναν τόπο»] …
59τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …
60υπάτοπος — ον, Α [ἄτοπος] κάπως απρεπής, κάπως άκοσμος («ταύτῃ δ ἔστιν ὑπάτοπον καὶ μακρὸν τὸ περὶ ἑκάστου λέγειν χωρίς», Αριστοτ.) …