ἄτλας
1Άτλας — Άτλας, ο και Άτλαντας, ο 1. γίγαντας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας που κρατούσε στους ώμους του τον ουρανό. 2. οροσειρά στη Β. Αφρική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2άτλας — άτλας, ο και άτλαντας, ο 1. ανθρωπόμορφο στήριγμα του θριγκού ή άλλων βαριών επιστυλίων. 2. συλλογή γεωγραφικών χαρτών: Μου χάρισαν έναν άτλαντα των πέντε ηπείρων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
3Άτλας — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ουρανού και της Γης και αδερφός του Κρόνου. Άλλη εκδοχή τον παρουσιάζει γιο του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης, αδελφό του Προμηθέα του Επιμηθέα και του Μενοιτίου. Ανήκε στη γενιά των θεών που προηγήθηκαν των… …
4Ἄτλας — Ἄτλᾱς , Ἄτλας Atlas masc nom sg …
5άτλας — I Συλλογή εικονογραφημένων πινάκων, ταξινομημένων σύμφωνα με ορισμένες αρχές· κυρίως όμως ο όρος σημαίνει συστηματοποιημένη συλλογή γεωγραφικών χαρτών. Ανάλογα με τον τύπο χαρτών που περιέχουν, οι ά. διακρίνονται σε γεωγραφικούς, ιστορικούς κλπ.… …
6Ἀτλάντων — Ἄτλας Atlas masc gen pl …
7Ἄτλα — Ἄτλας Atlas masc voc sg (epic) …
8Ἄτλαν — Ἄτλας Atlas masc voc sg …
9Ἄτλαντα — Ἄτλας Atlas masc acc sg …
10Ἄτλαντας — Ἄτλας Atlas masc acc pl …