ἄτεγκτος
1ἄτεγκτος — not to be softened by water masc/fem nom sg …
2άτεγκτος — η, ο (AM ἄτεγκτος, ον) (για πρόσωπα) άκαμπτος, σκληρόκαρδος, αμείλικτος νεοελλ. ανεπηρέαστος αρχ. αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς ἄτεγκτος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τεγκτός < τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω, μαλακώνω»] …
3άτεγκτος — η, ο επίρρ. α (κυριολ. αυτός που δε μαλακώνει όσο κι αν βραχεί), άσπλαχνος, άκαμπτος, αυστηρός: Παρ όλη τη συγκινητική απολογία του κατηγορουμένου οι δικαστές υπήρξαν άτεγκτοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀτεγκτότερον — ἄτεγκτος not to be softened by water adverbial comp ἄτεγκτος not to be softened by water masc acc comp sg ἄτεγκτος not to be softened by water neut nom/voc/acc comp sg …
5ἀτέγκτω — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
6ἀτέγκτως — ἄτεγκτος not to be softened by water adverbial ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem acc pl (doric) …
7ἄτεγκτον — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem acc sg ἄτεγκτος not to be softened by water neut nom/voc/acc sg …
8ἀτέγκτοις — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut dat pl …
9ἀτέγκτου — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem/neut gen sg …
10ἀτέγκτους — ἄτεγκτος not to be softened by water masc/fem acc pl …