ἄστρωτος
1ἄστρωτος — without bed masc/fem nom sg …
2άστρωτος — η, ο (Α ἄστρωτος, ον) [στρωτός] (για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο») 2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι») 3. εκείνος που δεν έχει γίνει …
3άστρωτος — η, ο 1. εκείνος πάνω στον οποίο δε στρώθηκε κάτι: Τα δωμάτια τα είχαν ακόμη άστρωτα, γιατί είχαν δώσει τα χαλιά για καθάρισμα. 2. ανισοπέδωτος: Ο δρόμος ήταν άστρωτος κι οι μπουλντόζες δούλευαν για να τον στρώσουν. 3. ατακτοποίητος: Τα κρεβάτια… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἄστρωτον — ἄστρωτος without bed masc/fem acc sg ἄστρωτος without bed neut nom/voc/acc sg …
5ἀστρώτοιν — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut gen/dat dual …
6ἀστρώτοιο — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut gen sg (epic) …
7ἀστρώτοισι — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
8ἀστρώτους — ἄστρωτος without bed masc/fem acc pl …
9ἀστρώτων — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut gen pl …
10ἀστρώτῳ — ἄστρωτος without bed masc/fem/neut dat sg …
- 1
- 2