ἄστεος
1ἄστεος — ἄστυ town neut gen sg (epic) …
2ἀιστέον — ᾀστέον one must sing masc acc sg ᾀστέον one must sing neut nom/voc/acc sg ᾀστέος masc/fem acc sg ᾀστέος neut nom/voc/acc sg …
3ᾀστέον — one must sing masc acc sg ᾀστέον one must sing neut nom/voc/acc sg ᾀστέος masc/fem acc sg ᾀστέος neut nom/voc/acc sg …
4Des Esels Schatten — Skulptur (nach Wielands „Der Prozess um des Esels Schatten“) auf dem Marktplatz von Biberach Des Esels Schatten ist eine Geschichte um einen absurden Gerichtsprozess in Abdera, dem „antiken Schilda“. Die älteste Version der Geschichte stammt aus… …
5άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …
6εξήλυσις — ἐξήλυσις, η (Α) [ἡλυσις] έξοδος, διέξοδος («οὐκ ἔχοντες ἐξήλυσιν ἐκ τοῡ ἄστεος», Ηρόδ.) …
7λεωφόρος — (I) η πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, ο οποίος είτε βρίσκεται σε κέντρο πόλης ή σε καίριο σημείο της είτε συνδέει το κέντρο πόλης με τα περίχωρα ή τα περίχωρα μεταξύ τους (α. «λεωφόρος Συγγρού» β. «λεωφόρος Ποσειδώνος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεωφόρος… …
8μεσότητα — η (ΑM μεσότης) [μέσος] 1. η ιδιότητα τού μέσου, το να βρίσκεται κάτι στο μέσο άλλων δύο, η μεσαία ή κεντρική θέση, το κέντρο («χώρας τε καὶ ἄστεος μεσότητας», Πλάτ.) 2. μαθημ. ο μέσος όρος μιας αναλογίας («τὰ δὲ στερεὰ μία μὲν οὐδέποτε, δύο δὲ… …
9σπείρω — ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α 1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ. β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.) 2. γονιμοποιώ,… …
10υδρεύω — ὑδρεύω, ΝΜΑ (κυρίως μεσ.) υδρεύομαι προμηθεύομαι νερό για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με νερό αρχ. ενεργ. 1. αντλώ ή κουβαλώ, μεταφέρω νερό («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», Ομ. Οδ.) 2. αρδεύω, ποτίζω («δεῑ δ ὑδρεύειν εὖ μάλα κατὰ τῆς… …