ἄστατος
1ἄστατος — never standing still masc/fem nom sg …
2άστατος — η, ο (AM ἄστατος, ον) [ίστημι] 1. αυτός που διαρκώς κινείται 2. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («ἄστατος καιρός, χαρακτήρας τύχη», «τὸ τῆς τύχης ἄστατον») αρχ. 1. ο ασαφής («ἄστατος θεωρία») 2. εκείνος που εμποδίζει κάποιον να σταθεί όρθιος… …
3άστατος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι σταθερός, αυτός που εύκολα αλλάζει: Ο καιρός το φετινό καλοκαίρι ήταν άστατος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἄστατον — ἄστατος never standing still masc/fem acc sg ἄστατος never standing still neut nom/voc/acc sg …
5ἀστάτου — ἄστατος never standing still masc/fem/neut gen sg …
6ἀστάτῳ — ἄστατος never standing still masc/fem/neut dat sg …
7ἄστατα — ἄστατος never standing still neut nom/voc/acc pl …
8ἄστατε — ἄστατος never standing still masc/fem voc sg …
9List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) …
10ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα …