ἄσπρον
1ἄσπρον — ἄσπρος asper masc acc sg ἄσπρος asper neut nom/voc/acc sg …
2Саркел — столица хазар на нижнем Дону, др. русск. Саркелъ, ср. греч. τοῦ Σάρκελ τοῦ τῶν Χαζάρων κάστρου... ἑρμηνεύεται δε παρὰ αὑτοῖς τὸ Σάρκελ ἄσπρον ὁσπίτιον (Конст. Багр., Dе adm. imp. гл. 42), Σάρκελ ... λευκὸν οἴκημα (Феоф., Contin.); см. Моравчик,… …
3аспр — серебряная монета , др. русск., Проскин. Арсен. Сухан. и др.; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 36 и сл. Из греч. ἄσπρον, которое происходит из лат. asper. Ср. Г. Майер, Türk. St. 1, 63; Швицер, IF 49, 29; Лейман, Glotta 23, 138 …
4бела — денежная единица, др. русск., тождественно бела, белка. Миклошич (Mi. TEl., Доп. 2, 77) неправильно рассматривает это слово как кальку ср. греч. ἄσπρον (см. выше, аспр) …
5Stavraton — of the Emperor Manuel II Palaiologos (r. 1391–1425) The stavraton or stauraton (Greek: σταυράτον) was a type of silver coin used during the last century of the Byzantine Empire. The name first appears in the mid 11th century for a gold histamenon …
6aspro — (del gr. moderno «áspron») m. *Moneda *turca de algunos céntimos de valor. ≃ Áspero. * * * aspro. (Del gr. mod. ἄσπρον). m. Moneda turca cuyo valor ha variado, según los tiempos y lugares …
7PLUMEUM Opus — apud Dudonem, l. 3. de Moribus, et Act. Normanner. p. 153. Bissosque niveas purpure asque aurô intextas plumeôque mirabilis artisicii holoserica commisit: Graecis recentioribus πλουμίον est seu πλουμμίον. Nam pluma πλουμίον, ut fibla φιβλίον,… …
8άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …
9ακτσέ — το τουρκική ονομασία τής αργυρής οθωμανικής νομισματικής μονάδας. Από τους Ευρωπαίους συγγραφείς, ο όρος ακτσέ αποδόθηκε γενικότερα ως aspre ή asper από την ελληνική λέξη άσπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικό < λέξη τουρκική, υποκορ. τής λ. ak «άσπρος».… …
10εμποτόπουλον — ἐμποτόπουλον, το (Μ) υποκορ. τού εμπότης, μικρό δοχείο με το οποίο έπιναν («τὸ ἄσπρον ἐμποτόπουλον γεμάτον κρασοβόλιν», Πρόδρ.) …
- 1
- 2