ἄσιτος
1άσιτος — ἄσιτος, ον (Α) ο νηστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σιτος < σίτος (πρβλ. οικόσιτος, ολιγόσιτος, ομόσιτος, κ.ά.)] …
2ἄσιτος — ἄσῑτος , ἄσιτος without food masc/fem nom sg …
3άσιτος — η, ο αυτός που δεν πήρε τροφή, νηστικός: Για αρκετές μέρες είχαν μείνει στη θάλασσα άσιτοι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ἀσίτως — ἀσί̱τως , ἄσιτος without food adverbial ἀσί̱τως , ἄσιτος without food masc/fem acc pl (doric) …
5ἄσιτον — ἄσῑτον , ἄσιτος without food masc/fem acc sg ἄσῑτον , ἄσιτος without food neut nom/voc/acc sg …
6άπαστος — ἄπαστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την τροφή, ο άσιτος 2. αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πατέομαι «τρώω ή πίνω από κάτι, γεύομαι κάτι»] …
7ασιτία — η (AM ἀσιτία) [άσιτος] η στέρηση τροφής, το να μην τρώει κάποιος καθόλου ή να μην τρώει αρκετά αρχ. η έλλειψη όρεξης …
8ασιτώ — ἀσιτῶ ( έω) (Α) [άσιτος] 1. δεν τρώω (γιατί δεν έχω τίποτε να φάω είτε γιατί νηστεύω) 2. δεν έχω όρεξη για φαγητό …
9κυαμοφαγία — κυαμοφαγία, ἡ (Α) το να τρώγει κανείς κυάμους, να τρέφεται με κουκιά («ἄσιτος πόρρω ἐκαθέζετο μυσαττόμενος τὴν κυαμοφαγίαν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + φαγία (< φάγος < θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. τού ἐσθίω)] …
10νηστικός — (I) ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νηστικός, ή, όν) [νήστις] αυτός που δεν τρώει ή που δεν έχει φάει τίποτε για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το κανονικό, άσιτος νεοελλ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι πιωμένος ή που δεν έχει μεθύσει, ξεμέθυστος 2.… …