ἄσθματι ς

  • 1ἄσθματι — ἄσθμα short drawn breath neut dat sg ἄ̱σθματι , ἆσθμα neut dat sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2φρίττω — και φρίσσω ΝΜΑ, και φρίζω Α [φρίξ, φρικός] 1. (για υδάτινη επιφάνεια) κυματίζω ελαφρά 2. (κατ επέκτ.) κινούμαι ελαφρά, κυματίζω («πεύκη φρίσσουσα ζεφύροις», Ανθ. Παλ.) 3. ριγώ, ανατριχιάζω, τρεμουλιάζω από ψύχος, πυρετό, φόβο ή έντονη συγκίνηση… …

    Dictionary of Greek