ἄρχομαί

  • 1ἄρχομαι — ἄρχω to be first pres ind mp 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ἄρχομ' — ἄρχομαι , ἄρχω to be first pres ind mp 1st sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3начать — начну, начало, начальник, др. русск. начати, начьну, ст. слав. начѩти, начьнѫ ἄρχομαι, за чѩти, зачьнѫ προάγειν, болг. начна начну , сербохорв. на̏чне̑м, на̀че̑ти надрезать (хлеб) , словен. načeti, načnèm, в. луж. nаčеc, načnu, н. луж. nасеs,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 4αρκτικός — (I) ή, ό (AM ἀρκτικός, ή, όν) [άρκτος] ο βόρειος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀρκτικά οι βόρειοι αστερισμοί. (II) ή, ό (Α ἀρκτικός, ή, όν) [άρχομαι] νεοελλ. γραμμ. συνήθ. στον πληθ. οι χρόνοι του ρήματος από τους οποίους σχηματίζονται οι… …

    Dictionary of Greek

  • 5κανονάρχης — και κανονάρχος και καλονάρχης και καλανάρχης, ο (AM κανονάρχης, Μ και κανονάρχος και καλονάρχος) βοηθός τού ψάλτη, που τού υπαγορεύει μελωδικά την αρχή τών κανόνων τών εκκλησιαστικών ύμνων νεοελλ. μσν. μτφ. σύμβουλος, βοηθός, υποβολέας, εισηγητής …

    Dictionary of Greek

  • 6ομοιόαρκτος — ὁμοιόαρκτος, ον (Μ) (για δύο κατά σειρά λέξεις) αυτός που αρχίζει με τα ίδια γράμματα («ἡ παρίσωσις γίνεται... κατ ἀρχὴν μὲν οἷον: προσήκει προθύμως, ὃ καὶ ὁμοιόαρκτον λέγεται», Πλαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + αρκτος (< ἄρχομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 7ποταρχώ — έω, Α συμποσιαρχῶ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτόν + αρχῶ (< άρχης < άρχω / άρχομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 8προσάρχομαι — Α [ἄρχομαι] κάνω προσφορά …

    Dictionary of Greek

  • 9ՍԿԶԲՆԱՒՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0721 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 10c, 12c, 13c ն. ἅρχομαι inchoo. Սկիզբ առնել. սկսանել. նախ զառաջինն առնել ինչ. կր. լինել. *Անդուստ եւ զհիմնարկութիւն սուրբ եկեղեցւոյ սկզբնաւորեցին. Սհկ. կթ. արմաւ.: *Սկզբնաւորեաց… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 10ՍԿՍԱՆԻՄ — (սայ, սի՛ր, սեալ.) NBH 2 0722 Chronological Sequence: Unknown date, 12c հ. ՍԿՍԱՆԻՄ ἅρχομαι incipio, coepi, inchoo, initium facio, duco. որ եւ ՍԿՍՆՈՒԼ, ՍԿԶԲՆԵԼ, ՍԿԶԲՆԱՒՈՐԵԼ, իլ. Ձեռն ʼի գործ առնիլ. առաջին լինել ʼի գործել կամ ասել. սկսիլ, ...… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)