ἄρρᾱτος
1άρρατος — ἄρρατος, ον (Α) ο σκληρός, ο άκαμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. < *α Fρᾰτ ος. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε IE. ρίζα *wert «στρέφω, γυρίζω» και συνδέεται με το λατ. vertō «στρέφω» (πρβλ. δωρ. ρτάνᾱν «κουτάλι»)] …
2ἄρρατος — masc/fem nom sg …
3ἄρρατον — ἄρρατος masc/fem acc sg ἄρρατος neut nom/voc/acc sg …
4ἀρράτοιο — ἄρρατος masc/fem/neut gen sg (epic) …
5ἀρράτοις — ἄρρατος masc/fem/neut dat pl …
6ρατάνη — και δωρ. τ. ῥατάνα και αιολ. τ. βρατάνα, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥατάναν κορύνην». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥατάνη / βρατάνα ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα wr τής ΙΕ ρίζας *wer «στρέφω, λυγίζω», με ένθημα ŕ (πρβλ. και αρχ. ινδ. vartate, λατ. verto… …
7u̯er-3: H. u̯er-t- (*su̯erkʷh-) — u̯er 3: H. u̯er t (*su̯erkʷh ) English meaning: to turn, wind Deutsche Übersetzung: “drehen, wenden” Grammatical information: causative iterative u̯ortei̯ō Material: O.Ind. themat. present vartati( tē) “dreht”, Med. “dreht… …