ἄρρητ'
1ἄρρητ' — ἄρρητα , ἄρρητος unspoken neut nom/voc/acc pl ἄρρητα , ἄρρητος unspoken neut nom/voc/acc pl ἄρρητε , ἄρρητος unspoken masc voc sg ἄρρητε , ἄρρητος unspoken masc/fem voc sg ἄρρηται , ἄρρητος unspoken fem nom/voc pl …
2άρρητος — η, ο αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να πει σε άλλους, απόρρητος, απερίγραπτος: Αυτοί που μετέχουν ψυχικά σε μυστηριακές τελετές λένε πως δοκιμάζουν μιαν άρρητη ικανοποίηση. Παροιμ. φράση: «άρρητα θέματα κουκιά μαγειρεμένα», για μωρολογίες (από …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)