ἄρνησις
1ἄρνησις — denial fem nom sg …
2ἀρνήσει — ἄρνησις denial fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρνήσεϊ , ἄρνησις denial fem dat sg (epic) ἄρνησις denial fem dat sg (attic ionic) ἀρνέομαι deny fut ind mp 2nd sg ἀ̱ρνήσει , ἀρνέομαι deny futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) …
3ἀρνήσεις — ἄρνησις denial fem nom/voc pl (attic epic) ἄρνησις denial fem nom/acc pl (attic) …
4ἀρνήσεος — ἄρνησις denial fem gen sg (attic epic) …
5ἀρνήσεσι — ἄρνησις denial fem dat pl …
6ἀρνήσεσιν — ἄρνησις denial fem dat pl …
7ἀρνήσηι — ἄρνησις denial fem dat sg (epic) ἀρνήσῃ , ἀρνέομαι deny aor subj mp 2nd sg ἀρνήσῃ , ἀρνέομαι deny fut ind mp 2nd sg ἀ̱ρνήσῃ , ἀρνέομαι deny futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) …
8ἄρνησιν — ἄρνησις denial fem acc sg …
9άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… …
10ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… …